- ὑποσέσηρε
- ὑπό-σαίρωpart the lips and show the closed teethperf imperat act 2nd sgὑπό-σαίρωpart the lips and show the closed teethperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσαίρω — ΜΑ ανοίγω ελαφρά το στόμα μου αρχ. 1. (για καρπό που έχει ωριμάσει) ανοίγω, σχίζομαι («σῡκα τὰ μὲν ὠμὰ... τὰ δὲ ῥυσὰ καὶ ἔξωρα, τὰ δὲ ὑποσέσηρε παρεμφαίνοντα τοῡ χυμοῡ τὸ ἄνθος», Φιλόστρ.) 2. φρ. «ὑποσαίρω ὀδόντας» ανοίγω λίγο το στόμα μου και… … Dictionary of Greek